υψίπυλος

υψίπυλος
-ον, Α
(στον Όμ.) (ως επίθετο τής Τροίας και τής Θήβας) αυτός που έχει υψηλές πύλες (α. «ἔνθα κεν ὑψίπυλον Τροίην ἕλον υἷες Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.
β. «Θήβην ὑψίπυλον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -πυλος (< πύλη), πρβλ. τηλέ-πυλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὑψίπυλος — with high gates masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψίπυλον — ὑψίπυλος with high gates masc/fem acc sg ὑψίπυλος with high gates neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψιπύλοιο — ὑψίπυλος with high gates masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψιπύλου — ὑψίπυλος with high gates masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψιπύλων — ὑψίπυλος with high gates masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύψι — Α επίρρ. (επικ. τ.) σε ύψος, ψηλά («Ζεὺς ἥμενος ὕψι κέλευεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὕψι ανάγεται στο θ. ὑπ (IE *up) τών ὑπό*, ὑπέρ, ὕπ ατος*, και εμφανίζει δυσερμήνευτο συριστικό s (πρβλ. ἀπό: ἄψ, ὀψέ και τα λατ. sub: sustines) και επίθημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”